- ευερνής
- εὐερνής, -ές (Α)1. αυτός που βλασταίνει καλά, ο θαλερός («δάφναν τε εὐερνέα», Ευρ.)2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που έχει καλά διαπλασμένο σώμα, ο εύσωμος («εὐερνέστερα νήπια», Γαλ.)3. (για χώρα) αυτός που είναι πλούσιος σε φυτά («εὔβοτος καὶ εὐερνής», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ερνής (< έρνος «νεαρό φυτό»), πρβλ. δυσ-ερνής].
Dictionary of Greek. 2013.